-
1 визит
визит м η επίσκεψη \визит веж ливости (дружбы) η επίσκεψη φιλοφροσύνης ( φιλίας) на.нести \визит κάνω επίσκεψη отдать \визит ανταποδίδω επίσκεψη* * *мη επίσκεψηвизи́т ве́жливости (дру́жбы) — η επίσκεψη φιλοφροσύνης (φιλίας)
нанести́ визи́т — κάνω επίσκεψη
отда́ть визи́т — ανταποδίδω επίσκεψη
-
2 гость
гость м о ξένος, ο φιλοξενούμενος, о καλεσμένος, ο μουσαφίρης ο επισκέπτης (посетитель) быть в \гостьях είμαι επίσκεψη встречать \гость ей υποδέχομαι τους καλεσμένους идти в \гостьи πηγαίνω επίσκεψη позвать в \гостьи προσκαλώ για επίσκεψη дорогие \гостьи οι αγαπητοί φιλοξενούμενοι* * *мο ξένος, ο φιλοξενούμενος, ο καλεσμένος, ο μουσαφίρης; ο επισκέπτης ( посетитель)быть в гостя́х — είμαι επίσκεψη
встреча́ть госте́й — υποδέχομαι τους καλεσμένους
идти́ в гости — πηγαίνω επίσκεψη
позва́ть в гости — προσκαλώ για επίσκεψη
дороги́е гости — οι αγαπητοί φιλοξενούμενοι
-
3 доступ
доступ м 1) η είσοδος, το προσιτό открыть \доступ επιτρέπω (или ανοίγω) την είσοδο 2) (посещение ) η επίσκεψη* * *м1) η είσοδος, το προσιτόоткры́ть до́ступ — επιτρέπω ( или ανοίγω) την είσοδο
2) ( посещение) η επίσκεψη -
4 ответный
ответный: нанести \ответный визит (удар ) ανταποδίδω επίσκεψη (το χτύπημα)* * *нанести́ отве́тный визи́т (уда́р) — ανταποδίδω επίσκεψη (το χτύπημα)
-
5 официальный
официальный επίσημος* \официальный визит η επίσημη επίσκεψη* * *официа́льный визи́т — η επίσημη επίσκεψη
-
6 посещение
-
7 приём
приём м 1) (гостей, посетителей) η υποδοχή· η δεξίωση (банкет)· η επίσκεψη (у врача)· устроить \приём κάνω δεξίωση 2) (в организацию и т. п.) η υποδοχή, η εγγραφή 3) (способ) о τρόπος 4) (лекарства) η λήψη· η δόση (доза)· на два \приёма σε δυο δόσεις* * *мустро́ить приём — κάνω δεξίωση
2) (в организацию и т. п.) η υποδοχή, η εγγραφή3) ( способ) ο τρόπος -
8 визит
визитм ἡ ἐπίσκεψη [-ις], ἡ βίζιτα:делать (наносить) \визит ἐπισκέπτομαι, κάνω ἐπίσκεψη. -
9 визит
-а α.επίσκεψη, βίζιτα. || επίσκεψη γιατρού. -
10 поход
поход 1-а α.1. εκδρομή•туристский поход τουριστική εκδρομή.
|| πορεία•войска в -е τα στρατεύματα σε πορεία.
|| επίσκεψη•коллективный поход учеников в кино ομαδική επίσκεψη των μαθητών στον κινηματόγραφο.
2. εκστρατεία•персидский поход Александра Великого η εκστρατεία του Μεγάλου Αλέξανδρου κατά των Περσών•
выступишь с -ом εκστρατεύω;•
крестовый поход η σταυροφορία.
поход 2-а α.το πλεόνασμα, το παραπάνω, το επι πλέον•с -ом με το παραπάνω.
-
11 экскурсия
-и θ.1. εκδρομή•загородная -εκδρομή στην εξοχή•
экскурсия в горы εκδρομή στα βουνά•
дальная экскурсия μακρινή εκδρομή.
2. επίσκεψη ομαδική•экскурсия в музей επίσκεψη στο μουσείο.
3. παλ. βλ. экскурс. -
12 консультация
1. (совет специалиста) η γνωμοδότηση, η γνωμάτευση, η συμβουλή, юридическая - νομική - 2. (заседание специалистов) η επίσκεψη, η σύσκεψη, το συμβούλιο (για την έκδοση γνωμοδότησης) 3. (учреждение) το ίδρυμα, το γραφείοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > консультация
-
13 посещение
η επίσκεψη, официальное - επίσημη -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > посещение
-
14 приём
1. (способность достижения, осуществления чего-л.) о τρόπος, η μέθοδος, η τεχνική 2. (сообщений) η λήψη 3. (напр. у врача) η επίσκεψη 4. (количество чего-л, принимаемое за один раз) η δόση, η λήψη 5. (движение, упражнение) η κίνηση, ο τρόπος, η λαβή 6. (встреча, собрание приглашённых лиц у кого-л.) η δεξίωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приём
-
15 сеанс
1. (демонстрация чего-л.) η προβολή 2. мед. η επίσκεψη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сеанс
-
16 навести
навести (направить) κατευθύνω· \навести бинокль κατευθύνω τα κιάλια ◇ \навести справки ζητώ πληροφορίες* \навести порядок βάζω τάξη навестить, навещать επισκέπτομαι, κάνω επίσκεψη* * *( направить) κατευθύνωнавести́ бино́кль — κατευθύνω τα κιάλια
••навести́ спра́вки — ζητώ πληροφορίες
навести́ поря́док — βάζω τάξη
-
17 навестить
= навещатьεπισκέπτομαι, κάνω επίσκεψη -
18 гость
гост||ьм ὁ ξένος, ὁ φιλοξενούμενος, ὁ μουσαφίρης:незваный \гость ἀπρόσκλητος μουσαφίρης· почетный \гость ἐπίσημος ξένος· вы у нас редкий \гость σπάνια μας ἐπισκέπτεσθε· звать в \гостьи (προσ)καλὠ στό σπίτι μου· идти в \гостьи πηγαίνω ἐπίσκεψη· принимать \гостьей δέχομαι ἐπισκέπτες· быть в \гостьях φιλοξενούμαι, εἶμαι μουσαφίρης· ◊ в \гостьях хорошо, а дома лучше погоз. ^ σπίτι μου σπιτάκι μου καί σπιτοκαλυβάκι μου. -
19 обход
обходм1. (действие) ὁ γῦρος, ἡ γύρα, ἡ περιοδεία:делать \обход (о враче) ἡ ἐπίσκεψη γιατρού στους ἀσθενείς· ночной \обход ἡ ἐφοδεία·2. (окольный путь) ὁ γύρος, ἡ παράκαμψη:идти в \обход а) κάνω γύρο, παρακάμπτω, б) воен. περιπολώ·3. воен. ἡ ὑπερφαλάγγιση [-ις]· ◊ \обход закона ἡ παράκαμψη νόμου. -
20 осмотр
осмотрм ἡ ἐπίσκεψη [-ις] (музея и т. п.)/ ὁ ἐλεγχος (проверка):\осмотр багажа ὁ ἔλεγχος τῶν ἀποσκευών технический \осмотр ὁ τεχνικός ἐλεγχος· медицинский \осмотр ἡ ἱατρική ἐξέταση.
См. также в других словарях:
επίσκεψη — η 1. το να πηγαίνει κάποιος κάπου για να παρατηρήσει, να εξετάσει ή να θαυμάσει κάτι: Επίσκεψη στην Ακρόπολη. 2. η προσέλευση κάποιου στο σπίτι γνωστού του για χαιρετισμό, ευχές, συλλυπητήρια κτλ. 3. η μετάβαση γιατρού σε κάποιον άρρωστο για… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επίσκεψη — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 290 μ., 486 κάτ.) της Κέρκυρας. Βρίσκεται στις βόρειες πλαγιές του βουνού Παντοκράτορας, 29 χλμ. ΒΔ της πόλης της Κέρκυρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θιναλίου του νομού Κερκύρας. * * * η (AM ἐπίσκεψις)… … Dictionary of Greek
ἐπισκέψῃ — ἐπισκέψηι , ἐπίσκεψις inspection fem dat sg (epic) ἐπισκέπτομαι pass in review aor subj mp 2nd sg ἐπισκέπτομαι pass in review fut ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… … Dictionary of Greek
βίζιτα — η 1. φιλική επίσκεψη 2. ο επισκέπτης 3. επίσκεψη γιατρού σε ασθενή 4. αμοιβή γιατρού για κάθε επίσκεψη 5. «αρμένικη βίζιτα» επίσκεψη μεγάλης διάρκειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. visita «επίσκεψη, επιθεώρηση»] … Dictionary of Greek
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek
Ακτή Ελεφαντοστού — Κράτος της δυτικής Αφρικής.Συνορεύει στα Α με την Γκάνα, στα Β με την Μπουρκίνα Φάσο (ΒΑ) και το Μάλι (ΒΔ), στα Δ με τη Γουινέα (ΒΔ) και τη Λιβερία (ΝΔ), ενώ στα Ν βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Τα σύνορα της Δημοκρατίας της Α.Ε. δεν… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek